Spring til indhold

στοιχειό

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

στοιχειό intetkøn

  1. spøgelse

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ στοιχειό στοιχειά
Genitiv στοιχειού στοιχειών
Akkusativ στοιχειό στοιχειά
Vokativ στοιχειό στοιχειά

[[ko:στοιχειό]