Spring til indhold

στοιχείο

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

στοιχείο intetkøn

  1. element
  2. grundstof

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ στοιχείο στοιχεία
Genitiv στοιχείου στοιχείων
Akkusativ στοιχείο στοιχεία
Vokativ στοιχείο στοιχεία