μεταβολισμός

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

μεταβολισμός hankøn

  1. stofskifte

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ μεταβολισμός μεταβολισμοί
Genitiv μεταβολισμού μεταβολισμών
Akkusativ μεταβολισμό μεταβολισμούς
Vokativ μεταβολισμέ μεταβολισμοί