Spring til indhold

μαξιλάρι

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

μαξιλάρι intetkøn

  1. pude

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ μαξιλάρι μαξιλάρια
Genitiv μαξιλαριού μαξιλαριών
Akkusativ μαξιλάρι μαξιλάρια
Vokativ μαξιλάρι μαξιλάρια