Spring til indhold

καλλιτέχνης

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

καλλιτέχνης hankøn

  1. kunstner

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ καλλιτέχνης καλλιτέχνες
Genitiv καλλιτέχνη καλλιτεχνών
Akkusativ καλλιτέχνη καλλιτέχνες
Vokativ καλλιτέχνη καλλιτέχνες