αυτοκίνητο

Fra Wiktionary

Græsk

Græsk Wikipedia har en artikel om:

Udtale

Substantiv

αυτοκίνητο intetkøn (flertal αυτοκίνητα)

  1. bil

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το αυτοκίνητο τα αυτοκίνητα
Genitiv του αυτοκινήτου των αυτοκινήτων
Akkusativ το αυτοκίνητο τα αυτοκίνητα
Vokativ αυτοκίνητο αυτοκίνητα