αξιωματικός

Fra Wiktionary

Græsk

Græsk Wikipedia har en artikel om:

Substantiv

αξιωματικός hankøn

  1. officer
  2. løber (skakbrik)

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο αξιωματικός οι αξιωματικοί
Genitiv του αξιωματικού των αξιωματικών
Akkusativ το(ν) αξιωματικό τους αξιωματικούς
Vokativ αξιωματικέ αξιωματικοί


Se også

Skakbrikker på færøsk
♟ ♞ ♝ ♜ ♛ ♚
πιόνι ίππος αξιωματικός πύργος βασίλισσα βασιλιάς

Kilder