υπόθεση
Udseende
Græsk
Etymologi
Fra oldgræsk ὑπόθεσις (“‘hypotese’”).
Substantiv
υπόθεση hunkøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | η υπόθεση | οι υποθέσεις |
Genitiv | της υπόθεσης / υποθέσεως | των υποθέσεων |
Akkusativ | τη(ν) υπόθεση | τισ υποθέσεις |
Vokativ | υπόθεση | υποθέσεις |
Kilder
- „υπόθεση“ i Dictionary of Standard Modern Greek