Spring til indhold

τριλογία

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

τριλογία hunkøn

  1. trilogi

Bøjning

KasusEntalFlertal
Nominativ η τριλογία οι τριλογίες
Genitiv της τριλογίας των τριλογιών
Akkusativ τη(ν) τριλογία τισ τριλογίες
Vokativ τριλογία τριλογίες

Kilder