σεισμογράφος
Udseende
Græsk
Substantiv
σεισμογράφος hankøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο σεισμογράφος | οι σεισμογράφοι |
Genitiv | του σεισμογράφου | των σεισμογράφων |
Akkusativ | το(ν) σεισμογράφο | τους σεισμογράφους |
Vokativ | σεισμογράφε | σεισμογράφοι |
Kilder
- „σεισμογράφος“ i Dictionary of Standard Modern Greek