Spring til indhold

περιουσία

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

περιουσία hunkøn

  1. formue

Bøjning

KasusEntalFlertal
Nominativ η περιουσία οι περιουσίες
Genitiv της περιουσίας των περιουσιών
Akkusativ τη(ν) περιουσία τισ περιουσίες
Vokativ περιουσία περιουσίες

Kilder