ορισμός
Udseende
Græsk
Etymologi
Substantiv
ορισμός hankøn (flertal ορισμοί)
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο ορισμός | οι ορισμοί |
Genitiv | του ορισμού | των ορισμών |
Akkusativ | το(ν) ορισμό | τους ορισμούς |
Vokativ | ορισμέ | ορισμοί |
ορισμός hankøn (flertal ορισμοί)
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο ορισμός | οι ορισμοί |
Genitiv | του ορισμού | των ορισμών |
Akkusativ | το(ν) ορισμό | τους ορισμούς |
Vokativ | ορισμέ | ορισμοί |