Spring til indhold

μπίρα

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

μπίρα hunkøn (flertal μπίρες)

  1. øl

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ η μπίρα οι μπίρες
Genitiv της μπίρας των μπιρών
Akkusativ τη(ν) μπίρα τισ μπίρες
Vokativ μπίρα μπίρες