μουσική
Udseende
Græsk
Etymologi
Udtale
Substantiv
μουσική hunkøn (flertal μουσικές)
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | η μουσική | οι μουσικές |
Genitiv | της μουσικής | των μουσικών |
Akkusativ | τη(ν) μουσική | τισ μουσικές |
Vokativ | μουσική | μουσικές |