μοτοσυκλέτα

Fra Wiktionary

Græsk

Græsk Wikipedia har en artikel om:

Etymologi

Fra fransk motocyclette.

Substantiv

μοτοσυκλέτα hunkøn

  1. motorcykel

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ η μοτοσυκλέτα οι μοτοσυκλέτες
Genitiv της μοτοσυκλέτας των μοτοσυκλετών
Akkusativ τη(ν) μοτοσυκλέτα τισ μοτοσυκλέτες
Vokativ μοτοσυκλέτα μοτοσυκλέτες