μισθωτός
Udseende
Græsk
Substantiv
μισθωτός hankøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο μισθωτός | οι μισθωτοί |
Genitiv | του μισθωτού | των μισθωτών |
Akkusativ | το(ν) μισθωτό | τους μισθωτούς |
Vokativ | μισθωτέ | μισθωτοί |
Kilder
- „μισθωτός“ i Dictionary of Standard Modern Greek