Spring til indhold

μεσημέρι

Fra Wiktionary

Græsk

Etymologi

Fra μέση + ημέρα.

Græsk Wikipedia har en artikel om:

Substantiv

μεσημέρι intetkøn

  1. middag

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το μεσημέρι τα μεσημέρια
Genitiv του μεσημεριού των μεσημεριών
Akkusativ το μεσημέρι τα μεσημέρια
Vokativ μεσημέρι μεσημέρια


Kilder