Spring til indhold

μασχάλη

Fra Wiktionary

Græsk

Udtale

Substantiv

μασχάλη hunkøn

  1. armhule

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ η μασχάλη οι μασχάλες
Genitiv της μασχάλης των μασχαλών
Akkusativ τη(ν) μασχάλη τισ μασχάλες
Vokativ μασχάλη μασχάλες

Kilder