λουκάνικο

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

λουκάνικο intetkøn

  1. pølse

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το λουκάνικο τα λουκάνικα
Genitiv του λουκάνικου των λουκάνικων
Akkusativ το λουκάνικο τα λουκάνικα
Vokativ λουκάνικο λουκάνικα

Kilder