Spring til indhold

κότσυφας

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

κότσυφας hankøn

  1. solsort

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο κότσυφας οι κότσυφες
Genitiv του κότσυφα των κοτσύφων
Akkusativ το(ν) κότσυφα τους κότσυφες
Vokativ κότσυφα κότσυφες

Kilder