κροκόδειλος
Udseende
Græsk
Etymologi
Fra oldgræsk κροκόδειλος.
Substantiv
κροκόδειλος hankøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο κροκόδειλος | οι κροκόδειλοι |
Genitiv | του κροκόδειλου / κροκοδείλου | των κροκοδείλων |
Akkusativ | το(ν) κροκόδειλο | τους κροκοδείλους |
Vokativ | κροκόδειλε | κροκόδειλοι |
Kilder
- „κροκόδειλος“ i Dictionary of Standard Modern Greek
Oldgræsk
Substantiv
κροκόδειλος hankøn