Spring til indhold

κοπρίτης

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

κοπρίτης hankøn

  1. køter

Bøjning

KasusEntalFlertal
Nominativ ο κοπρίτης οι κοπρίτες
Genitiv του κοπρίτη των κοπριτών
Akkusativ το(ν) κοπρίτη τους κοπρίτες
Vokativ κοπρίτη κοπρίτες

Kilder