Spring til indhold

καρπούζι

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

καρπούζι intetkøn (flertal καρπούζια)

  1. vandmelon

Bøjning

KasusEntalFlertal
Nominativ το καρπούζι τα καρπούζια
Genitiv του καρπουζιού των καρπουζιών
Akkusativ το καρπούζι τα καρπούζια
Vokativ καρπούζι καρπούζια