καμηλοπάρδαλη

Fra Wiktionary

Græsk

Græsk Wikipedia har en artikel om:

Etymologi

Fra oldgræsk κάμηλος +‎ πάρδαλις.

Substantiv

καμηλοπάρδαλη hunkøn

  1. giraf

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ η καμηλοπάρδαλη οι καμηλοπαρδάλεις
Genitiv της καμηλοπάρδαλης / καμηλοπαρδάλεως των καμηλοπαρδάλεων
Akkusativ τη(ν) καμηλοπάρδαλη τισ καμηλοπαρδάλεις
Vokativ καμηλοπάρδαλη καμηλοπαρδάλεις

Kilder