ισημερινός
Udseende
Se også Ισημερινός
Græsk
Substantiv
ισημερινός hankøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο ισημερινός | οι ισημερινοί |
Genitiv | του ισημερινού | των ισημερινών |
Akkusativ | το(ν) ισημερινό | τους ισημερινούς |
Vokativ | ισημερινέ | ισημερινοί |
Kilder
- „ισημερινός“ i Dictionary of Standard Modern Greek