ιδιοκτήτης
Udseende
Græsk
Substantiv
ιδιοκτήτης hankøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο ιδιοκτήτης | οι ιδιοκτήτες |
Genitiv | του ιδιοκτήτη | των ιδιοκτητών |
Akkusativ | το(ν) ιδιοκτήτη | τους ιδιοκτήτες |
Vokativ | ιδιοκτήτη | ιδιοκτήτες |
Kilder
- „ιδιοκτήτης“ i Dictionary of Standard Modern Greek