ιδιοκτήτης

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

ιδιοκτήτης hankøn

  1. ejer

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο ιδιοκτήτης οι ιδιοκτήτες
Genitiv του ιδιοκτήτη των ιδιοκτητών
Akkusativ το(ν) ιδιοκτήτη τους ιδιοκτήτες
Vokativ ιδιοκτήτη ιδιοκτήτες

Kilder