θαυμαστικό
Udseende
Græsk
Substantiv
θαυμαστικό intetkøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | το θαυμαστικό | τα θαυμαστικά |
Genitiv | του θαυμαστικού | των θαυμαστικών |
Akkusativ | το θαυμαστικό | τα θαυμαστικά |
Vokativ | θαυμαστικό | θαυμαστικά |
Se også
|
|