δωροδοκία
Udseende
Græsk
Substantiv
δωροδοκία hunkøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | η δωροδοκία | οι δωροδοκίες |
Genitiv | της δωροδοκίας | των δωροδοκιών |
Akkusativ | τη(ν) δωροδοκία | τισ δωροδοκίες |
Vokativ | δωροδοκία | δωροδοκίες |
δωροδοκία hunkøn
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | η δωροδοκία | οι δωροδοκίες |
Genitiv | της δωροδοκίας | των δωροδοκιών |
Akkusativ | τη(ν) δωροδοκία | τισ δωροδοκίες |
Vokativ | δωροδοκία | δωροδοκίες |