δάχτυλο
Udseende
Græsk
Substantiv
δάχτυλο intetkøn (flertal δάχτυλα)
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | το δάχτυλο | τα δάχτυλα |
Genitiv | του δαχτύλου | των δαχτύλων |
Akkusativ | το δάχτυλο | τα δάχτυλα |
Vokativ | δάχτυλο | δάχτυλα |
Beslægtede ord og fraser
- αντίχειρας hankøn (tommelfinger)
- δείκτης hankøn (pegefinger)
- μεσαίο δάχτυλο intetkøn (langfinger)
- παράμεσος hankøn (ringfinger)
- μικρό δαχτυλάκι intetkøn (lillefinger)
Kilder
- „δάχτυλο“ i Dictionary of Standard Modern Greek