βιολογία
Spring til navigation
Spring til søgning
Græsk
Substantiv
βιολογία hunkøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | η βιολογία | οι βιολογίες |
Genitiv | της βιολογίας | των βιολογιών |
Akkusativ | τη(ν) βιολογία | τισ βιολογίες |
Vokativ | βιολογία | βιολογίες |