βακτηρίδιο

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

βακτηρίδιο intetkøn

  1. bakterie

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το βακτηρίδιο τα βακτηρίδια
Genitiv του βακτηριδίου των βακτηριδίων
Akkusativ το βακτηρίδιο τα βακτηρίδια
Vokativ βακτηρίδιο βακτηρίδια

Kilder