Spring til indhold

αυτοκράτειρα

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

αυτοκράτειρα hunkøn

  1. kejserinde

Bøjning

KasusEntalFlertal
Nominativ η αυτοκράτειρα οι αυτοκράτειρες
Genitiv της αυτοκράτειρας των αυτοκρατειρών
Akkusativ τη(ν) αυτοκράτειρα τις αυτοκράτειρες
Vokativ αυτοκράτειρα αυτοκράτειρες

Synonymer

Kilder