ασβεστόλιθος
Udseende
Græsk
Etymologi
Substantiv
ασβεστόλιθος hankøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο ασβεστόλιθος | οι ασβεστόλιθοι |
Genitiv | του ασβεστολίθου | των ασβεστολίθων |
Akkusativ | το(ν) ασβεστόλιθο | τους ασβεστολίθους |
Vokativ | ασβεστόλιθε | ασβεστόλιθοι |
eller (sjældnere)
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο ασβεστόλιθος | οι ασβεστόλιθοι |
Genitiv | του ασβεστόλιθου | των ασβεστόλιθων |
Akkusativ | το(ν) ασβεστόλιθο | τους ασβεστόλιθους |
Vokativ | ασβεστόλιθε | ασβεστόλιθοι |
Beslægtede ord og fraser
Kilder
- „ασβεστόλιθος“ i Dictionary of Standard Modern Greek