αγριόκουρκος

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

αγριόκουρκος hankøn

  1. tjur

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο αγριόκουρκος οι αγριόκουρκοι
Genitiv του αγριόκουρκου των αγριόκουρκων
Akkusativ το(ν) αγριόκουρκο τους αγριόκουρκους
Vokativ αγριόκουρκε αγριόκουρκοι