έκπληξη
Udseende
Græsk
Udtale
Etymologi
Substantiv
έκπληξη hunkøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | η έκπληξη | οι εκπλήξεις |
Genitiv | της έκπληξης / εκπλήξεως | των εκπλήξεων |
Akkusativ | τη(ν) έκπληξη | τισ εκπλήξεις |
Vokativ | έκπληξη | εκπλήξεις |
Kilder
- „έκπληξη“ i Dictionary of Standard Modern Greek