ωκεανογραφία

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

ωκεανογραφία hunkøn

  1. oceanografi, havforskning

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ η ωκεανογραφία οι ωκεανογραφίες
Genitiv της ωκεανογραφίας των ωκεανογραφιών
Akkusativ τη(ν) ωκεανογραφία τισ ωκεανογραφίες
Vokativ ωκεανογραφία ωκεανογραφίες


Kilder