πανσέληνος

Fra Wiktionary

Græsk

Etymologi

Fra oldgræsk πανσέληνος, fra παν- + σελήνη (måne)

Substantiv

πανσέληνος hunkøn

  1. fuldmåne

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο πανσέλινος οι πανσέλινοι
Genitiv του πανσελίνου των πανσελίνων
Akkusativ το(ν) πανσέλινο τους πανσελίνους
Vokativ πανσέλινε πανσέλινοι

Kilder