καταρράκτης
Udseende
Græsk
Substantiv
καταρράκτης hankøn (flertal καταρράκτες)
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο καταρράκτης | οι καταρράκτες |
Genitiv | του καταρράκτη | των καταρρακτών |
Akkusativ | το(ν) καταρράκτη | τους καταρράκτες |
Vokativ | καταρράκτη | καταρράκτες |