θερμόμετρο
Græsk
Substantiv
θερμόμετρο hankøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | το θερμόμετρο | τα θερμόμετρα |
Genitiv | του θερμομέτρου | των θερμομέτρων |
Akkusativ | το θερμόμετρο | τα θερμόμετρα |
Vokativ | θερμόμετρο | θερμόμετρα |
Kilder
- „θερμόμετρο“ i Dictionary of Standard Modern Greek