Spring til indhold

διεύθυνση

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

διεύθυνση hunkøn

  1. adresse

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ η διεύθυνση οι διευθύνσεις
Genitiv της διεύθυνσης / διευθύνσεως των διευθύνσεων
Akkusativ τη(ν) διεύθυνση τισ διευθύνσεις
Vokativ διεύθυνση διευθύνσεις