διεύθυνση
Udseende
Græsk
Substantiv
διεύθυνση hunkøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | η διεύθυνση | οι διευθύνσεις |
Genitiv | της διεύθυνσης / διευθύνσεως | των διευθύνσεων |
Akkusativ | τη(ν) διεύθυνση | τισ διευθύνσεις |
Vokativ | διεύθυνση | διευθύνσεις |