μπουκάλι

Fra Wiktionary

Græsk

Substantiv

μπουκάλι intetkøn (flertal μπουκάλια)

  1. flaske

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το μπουκάλι τα μπουκάλια
Genitiv του μπουκαλιού των μπουκαλιών
Akkusativ το μπουκάλι τα μπουκάλια
Vokativ μπουκάλι μπουκάλια